- αισθητότητα
- η [αισθητός]1. το να είναι κανείς αισθητός2. η ικανότητα να αισθάνεται κανείς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αισθητός — ή, ό (Α αἰσθητός, ή, όν και ός, όν) ο αντιληπτός διά μέσου τών αισθήσεων (αντίθετα προς το νοητός) νεοελλ. 1. ικανός, σημαντικός, μεγάλος 2. αξιοπρόσεκτος, ευδιάκριτος, φανερός, σαφής αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ αἰσθητόν αυτό που υποπίπτει στις… … Dictionary of Greek